- φιλελληνισμός
- ο грекофильство, эллинофильство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
φιλελληνισμός — ο το να είναι κανείς φιλέλληνας, η αγάπη για τους Έλληνες ή την Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άστιγξ, Φρανκ Άμπνι — (Frank Abney Hastings, 1794 – Ζακυνθος 1828). Άγγλος φιλέλληνας. Αξιωματικός του αγγλικού ναυτικού, ήρθε στην Ελλάδα να προσφέρει τις υπηρεσίες του από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (1822) και υπήρξε από τους φιλέλληνες που πρoσέφεραν τις… … Dictionary of Greek
Βερανζέρος, Πέτρος Ιωάννης — (Pierre Jean de Béranger Ντιβάλ 1780 – Παρίσι 1857). Γάλλος φιλέλληνας ποιητής. Φιλελεύθερος κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων, ύμνησε με συγκίνηση και νοσταλγία τους στρατιώτες του Ναπολέοντα. Φυλακίστηκε μάλιστα δύο φορές για τις… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός … Dictionary of Greek
Φαλμεράγερ, Γιάκομπ Φίλιπ — (Fallmerayer, Τσετς, Τιρόλο 1790 – Μόναχο 1860). Γερμανός ιστορικός, εισηγητής της θεωρίας για τον εκσλαβισμό των Ελλήνων. Σπούδασε θεολογία, ιστορία και ανατολικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ και νομικά στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Χάιζενμπεργκ, Aουγκούστ — (Heisenberg, 1869 – 1930). Γερμανός βυζαντινολόγος. Διαδέχτηκε τον Κ. Κρουμπάχερ στην έδρα της μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής φιλολογίας στο Μόναχο. Υπήρξε εκδότης έργων των Βυζαντινών συγγραφέων Νικηφόρου Βλεμμύδη (1896) και Γεωργίου… … Dictionary of Greek